- καταγρώ
- καταγρῶ, -έω (Α)1. συλλαμβάνω, αρπάζω2. καταφθάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάγρημι — (Α) καταγρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. τού καταγρῶ*] … Dictionary of Greek